- κοντόσταβλος
- οβλ. κοντόσταυλος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κοντόσταυλος — Τίτλος ανώτατων αυλικών και στρατιωτικών αξιωματούχων της Βυζαντινής αυτοκρατορίας και των φραγκικών κρατών. Οι βυζαντινοί κ. συγκαταλέγονταν μεταξύ των ανώτατων τιτλούχων της βυζαντινής ιεραρχίας και απολάμβαναν διάφορα προνόμια, αλλά σταδιακά ο … Dictionary of Greek
κονοστάβλος — και κοντόσταβλος και κοντοστάβλος, ὁ (Μ) βλ. κοντόσταυλος … Dictionary of Greek
Αρχαίες Κλεωνές — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 320 μ., 822 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στους νοτιοδυτικούς πρόποδες του υψώματος Λιουφάτα. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Νεμέας. Παλαιότερα ονομαζόταν Κοντόσταβλος … Dictionary of Greek
Γκίζι — Ghizi και Ghisi). Επώνυμο Βενετών αρχόντων των Κυκλάδων (12ος 15ος αι.). Ο βενετικός αυτός οίκος εμφανίστηκε στις Κυκλάδες μετά την Δ’ Σταυροφορία (1204). Ιδρυτές του ήταν οι αδελφοί Ανδρέας και Ιερεμίας Γ., οι οποίοι με την έγκριση του δούκα της … Dictionary of Greek